- πελασγικός
- -ή, -ό / Πελασγικός, -ή, -όν, ΝΑ [Πελασγός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πελασγούς («πελασγική γλώσσα»)2. φρ. «Πελασγικό(ν) Άργος» — αρχαία ονομασία τής πεδινής Θεσσαλίαςνεοελλ.αυτός που κατασκευάστηκε από τους Πελασγούς («πελασγικό τείχος» — το παλαιότατο τείχος τής Ακρόπολης τών Αθηνών, γνωστό και ως εννεάπυλοαρχ.1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Πελασγικόςπροσωνυμία τού Διός2. Αργείος.
Dictionary of Greek. 2013.